- θεμιστεύοντα
- θεμιστεύωdeclare law and rightpres part act neut nom/voc/acc plθεμιστεύωdeclare law and rightpres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεμιστεύω — (Α) [θέμις (Ι)] 1. απονέμω το δίκαιο, δικάζω, κρίνω («Μίνωα ϊδον... θεμιστεύοντα νέκυσσιν», Ομ. Οδ.) 2. διοικώ, εξουσιάζω, ασκώ δικαστική εξουσία 3. (για θεούς) συμβουλεύω, χρησμοδοτώ, παρέχω χρησμούς … Dictionary of Greek